- μεροκάματο
- τοτο ημερομίσθιο, το μεροδούλι: Παίρνει καλό μεροκάματο από το εργοστάσιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεροκάματο — και μερόκαμα, το 1. η μισθωτή εργασία μιας ημέρας, το μεροδούλι 2. το ημερομίσθιο, τα χρήματα που αποφέρει η εργασία μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + κάματος] … Dictionary of Greek
Κλουζό, Ανρί Ζορζ — (Henri Georges Clouzot, Νιορ 1907 – Παρίσι 1977). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Αφού εργάστηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ως δημοσιογράφος, ξεκίνησε την κινηματογραφική του σταδιοδρομία το 1930, ως βοηθός σκηνοθέτη και σεναριογράφος … Dictionary of Greek
Orestis Makris — Ορέστης Μακρής Born September 30, 1898 Chalcis, Greece Died January 29, 1975 … Wikipedia
Макрис, Орестис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Макрис. Орестис Макрис греч. Ορέστης Μακρής Род деятельности: актер … Википедия
αργατιά — η 1. εργασία σε κτήμα ή σπίτι άλλου με αμοιβή, μεροκάματο 2. εργασία ομαδική, χωρίς μισθό, που γίνεται για κάποιον άλλο 3. το σύνολο των εργατών που απασχολούνται σε μια δουλειά 4. η εργατική τάξη, ο κόσμος των εργατών … Dictionary of Greek
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
εφημέριος — Ο επικεφαλής της ενορίας, ο παπάς. Η διαδικασία της ανακήρυξης κάποιου ως υποψήφιου ε., η εκλογή και ο διορισμός του ορίζονται από τον νόμο. Την ευθύνη για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας έχει o μητροπολίτης, που καλεί με προκήρυξη όσους έχουν … Dictionary of Greek
ημεροκάματον — ἡμεροκάματον, τὸ (Μ) το μεροκάματο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κάματο (< κάματος)] … Dictionary of Greek
ημερομίσθιος — α, ο 1. αυτός που εργάζεται με ημερήσιο μισθό, ο μεροκαματιάρης («ημερομίσθιοι εργάτες») 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερομίσθιο α) η αμοιβή για ημερήσια εργασία, το μεροκάματο β) η εργασία μιας ημέρας («θα χρειαστούν πολλά ημερομίσθια για να τελειώσει … Dictionary of Greek
ημερούσιος — ἡμερούσιος, ία, ιον (AM) ημερήσιος, καθημερινός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμερούσιον ημερήσια πληρωμή, μεροκάματο αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡμερούσιον καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + κατάλ. ούσιος κατά το επιούσιος*] … Dictionary of Greek